συσσέπαλος

συσσέπαλος
-η, -ο, Ν
φρ. «συσσέπαλο άνθος»
βοτ. το άνθος που τα χείλη τών σέπαλων του συμφύονται σχηματίζοντας έναν σωληνόμορφο κάλυκα, αλλ. γαμοσέπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σέπαλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυχλοπαιδιχόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • μονοσέπαλος — η, ο βοτ. 1. (για άνθη) αυτός τού οποίου ο κάλυκας έχει σέπαλα ενωμένα, αλλ. συσσέπαλος 2. φρ. «μονοσέπαλος κάλυκας» κάλυκας ενός άνθους ο οποίος αποτελείται από συμφυή σέπαλα, αλλ. συσσέπαλος κάλυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”