- συσσέπαλος
- -η, -ο, Νφρ. «συσσέπαλο άνθος»βοτ. το άνθος που τα χείλη τών σέπαλων του συμφύονται σχηματίζοντας έναν σωληνόμορφο κάλυκα, αλλ. γαμοσέπαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σέπαλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυχλοπαιδιχόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.